τρυπανόσωμα

τρυπανόσωμα
και τρυπανόσωμο, το, Ν
ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων τής οικογένειας τρυπανοσωμίδες, τα ενήλικα άτομα τού οποίου παρασιτούν, κατά κανόνα, στο αίμα τών σπονδυλοζώων και προκαλούν τις νόσους που είναι γνωστές με τη γενική ονομασία τρυπανοσωμίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. trypanosoma (< τρύπανον + σώμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρυπανοσωμίδες — και τριπανοσωματίδες, οι, Ν ζωολ. οικογένεια παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων με τυπικό γένος το τρυπανόσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. trypanosomidae < trypanosoma (βλ. τρυπανόσωμα)] …   Dictionary of Greek

  • τσε-τσε — (glossina palpalis). Έντομο της οικογένειας των μυϊιδών. Η μύγα αυτή, το κοινό όνομα της οποίας οφείλεται στον βόμβο που κάνει όταν πετάει, ζει στις υγρές ζώνες της κεντρικής και δυτικής Αφρικής· έχει μήκος 8 10 χιλιοστόμετρα και είναι… …   Dictionary of Greek

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • ναγκάνα — και ναγάνα, η (κτην.) τρυπανοσωμίαση, ζωονόσος τών βοοειδών και τών ιπποειδών, η οποία προκαλείται από μαστιγοφόρα παράσιτα τού γένους τρυπανόσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nagana < u nakane, λ. τής γλώσσας τών Ζουλού …   Dictionary of Greek

  • σουραμινικός — ή, ό, Ν φρ. «σουραμινικό νάτριο» (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που χρησιμοποιείται στην ιατρική, ιδιαίτερα στη θεραπεία τής νόσου τού ύπνου, τής αφρικανικής τρυπανοσωμίασης, νόσου που προκαλείται από το πρωτόζωο τρυπανόσωμα και μεταδίδεται με τη μύγα …   Dictionary of Greek

  • τρυπανοσωμίαση — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) γενική ονομασία πρωτοζωικών παρασιτικών νόσων που προκαλούνται από τρυπανοσώματα 2. φρ. α) «αμερικανική τρυπανοσωμίαση» ιατρ. τρυπανοσωμίαση που προσβάλλει πολλά εκατομμύρια Νοτιοαμερικανών και οφείλεται στο Trypanosoma… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • τρυπανοσώματα — Μαστιγοφόρα πρωτόζωα της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των πρωτομονάδων. Τα τ. παρασιτούν στο αίμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών· τα δύο είδη τ. το γαμβιανό (trypanosoma gambiense), διαδεδομένο στις αφρικανικές περιοχές μεταξύ της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”